Pages

Περί Φυλετισμού

Wednesday, December 5, 2007

Καμία λογική δεν υπάρχει στον σημερινό ισχυρισμό κάποιων για την φυλετική "πυραμίδα", ότι πάνω ήταν οι λευκοί, κάτω οι μη λευκοί και τέλος. Τραγικά απλουστευμένο. Ούτε η ναζιστική ούτε καμία άλλη φυλετική θεωρία της εποχής το έβλεπε έτσι.

Ο Schopenhauer θεωρούσε ότι ανώτερες φυλές όπως τους Ίνκας μετανάστευσαν από παντού στην Β. Ευρώπη και έγιναν Λευκοί σταδιακά. Ο Gobineau περιορίστηκε απλώς στο ότι οι φυλές από μίξεις είναι κατώτερες (αναγκάζοντας τους ναζί να πλαστογραφήσουν όλο το έργο του για να χρησιμοποιήσουν την φιλοσοφία του, θεωρούσε τους Εβραίους μία από τις ανώτερες φυλές και τους Γερμανούς φυλή που προέρχεται από μίξεις). Ο Chamberlain θεωρούσε τους Γερμανούς την ανώτερη φυλή ενώ ο Grant, ενώ αποδέχεται ότι ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός ήταν ο ανώτερος που δημιουργήθηκε, θεωρεί ότι αυτό οφείλεται στην μίξη των Ελλήνων με Βόρειους λαούς (επικρατούσα φυλετική θεωρία της εποχής, η εξήγηση για τον Ρωμαϊκό και τον Ελληνικό πολιτισμό δεν μπορούσε να ήταν η δικιά τους ανωτερότητα άρα θα έγιναν μίξεις με τους Βόρειους λαούς).

Στηριζόμενος σε όλους αυτούς ο Rosenberg χτίζει την φυλετική ιδέα της ναζιστικής Γερμανίας σύμφωνα με την οποία οι Γερμανοί, οι Ολλανδοί, οι Σκανδιναβοί και λοιποί Βόρειοι ήταν οι ανώτεροι των λευκών, γενικά υπήρχε η άποψη ότι λόγω του κλίματος οι Βόρειοι είχαν γίνει πιο σκληροί και ότι όσο πιο χαμηλά κατέβαινες στην Ευρώπη τόσο περισσότερες ήταν οι μίξεις με τους μουσουλμάνους της Β. Αφρικής (δηλαδή εμείς προφανώς θεωρούμασταν οι κατώτεροι των λευκών). Σε κάθε φυλετική θεωρία εννοείται ότι οι Γερμανοί ήταν στην κορυφή της πυραμίδας και όλοι σχεδόν οι υπόλοιποι από κάτω, να γιατί ο φυλετισμός τους ήταν εθνικιστικός και όχι το αντίθετο. Αυτή ήταν η σημασία του πολυδιαφημισμένου από κάποιους "ίσως υπάρχει ένα ίχνος του αρχαίου Ελληνικού γένους μέσα τους" που έγραψε ο Γκέμπελς, όχι θαυμασμός αλλά έκπληξη που παρά την φυλετική τους θεωρία που μας έφερνε στον πάτο των Λευκών πολεμάμε τόσο ηρωικά που ίσως τελικά να υπάρχει ένα ίχνος Ελλήνων μέσα μας.

Αδιαμφισβήτητα υπάρχει ένας δεδομένος θαυμασμός του Χίτλερ για την Ελλάδα που δεν περιορίζεται μόνο στην ύπαρξη της στην αρχαιότητα. Κάποιοι θα το θεωρήσουν απόδειξη ότι ο Χίτλερ έβαζε και τους Έλληνες στις ανώτερες φυλές, προσωπικά πιθανολογώ ότι ούτε ο ίδιος δεν πίστευε στον φυλετισμό που χρησιμοποιούσε αφού ούτε ο Rosenberg ούτε κανένας προγενέστερος θεωρητικός πάνω στον οποίον έχτισε ο Rosenberg μας είχε θεωρήσει φυλετικά ισάξιους των Γερμανών.

Η Αριστερά της διαστροφής

Tuesday, December 4, 2007

του Παναγιώτη Δούμα

«Αν πιστέψουμε την έρευνα για τις σεξουαλικές συνήθειες των Γερμανών που δημοσίευσε η τοπική έκδοση του "Πλεϊμπόι" (Σεπτ. 1994), οι εναπομείναντες θαυμαστές του Χίτλερ, οι οπαδοί του κόμματος των Ρεπουμπλικάνων, είναι οι καλύτεροι καταναλωτές του σεξ-τούρισμ. Περίπου ένας στους τέσσερις έχει ήδη ταξιδέψει στην Ινδοκίνα και την Ινδονησία με μοναδικό σκοπό να επιβεβαιώσει την υπεροχή του». Συμπέρασμα σοβαρής δημοσιογραφικής έρευνας από τον ΙΟ της «Ελευθεροτυπίας», 30.06.1996
Εν αντιθέσει με τα γεγονότα της 17ης Νοεμβρίου 1973 στο Πολυτεχνείο Αθηνών, ο Μάης του ’68 δεν είχε το αναμενόμενο πολιτικό αποτέλεσμα. Μετά από όλες τις ταραχές και την κινητοποίηση όχι απλά των φοιτητών, αλλά μεγάλου κομματιού της γαλλικής κοινωνίας, η κυβέρνηση Ντε Γκώλ βγήκε ισχυρότερη. Παρά ταύτα, η γενιά των επαναστατημένων φοιτητών άφησε βαθιά χαραγμένο το σημάδι της όχι μόνο στη Γαλλία, αλλά σε όλες τις δυτικο-ευρωπαϊκές κοινωνίες, όπως και στην ελληνική. Ένα σημάδι που διακρινόταν από τομές πολιτικές, αλλά και κοινωνικές.
Μία τέτοια τομή ήταν και η σεξουαλική επανάσταση, η οποία γκρέμισε όλα τα ταμπού που απέρρεαν από την χριστιανική ηθική. Ισότητα των φύλων, ελεύθερος έρωτας, εναλλαγή συντρόφων, όργια, έρωτας σε δημόσιους χώρους, ομοφυλοφιλία. Κι αν όλα αυτά έκαναν τον κύκλο τους και ήρθε το AIDS την δεκαετία του ’80 για να πατήσει απότομα το φρένο, υπήρξε και μία πτυχή αυτής της επαναστάσεως, η οποία βρίσκεται βαθιά κρυμμένη στην σκοτεινή ντουλάπα με τους σκελετούς της αριστερής υποκρισίας, αναλγησίας και εγκληματικότητος. Μία πτυχή που επιμελώς απεκρύβη από τους αλαλάζοντες περί ανωμάλων φασιστών παιδεραστών αριστερών δημοσιογράφων...
Πριν, λοιπόν αυτοί σπεύσουν να μας πουν ότι η παιδοφιλία αποτελεί διαστροφή που εμφανίζεται σε προσωπικό επίπεδο και δεν μπορεί κανείς να κατηγορήσει ένα ολόκληρο κίνημα, επειδή κάποιοι, όσο αυτό ήταν στο ζενίθ του, διέφθειραν και μόλυναν ό,τι πιο τρυφερό και αγνό διαθέτει η ανθρώπινη φύση, ας ψαχτούν και ας ερευνήσουν μήπως οι ιδεολογικοί τους ινστρούκτορες είχαν στο παρελθόν υπογράψει διακηρύξεις, όπου εζητείτο η νομιμοποίηση της παιδεραστείας. Κι αυτό γιατί από στατιστικής τουλάχιστον πλευράς, κανείς δεν μπορεί να μας πείσει ότι η συνηθισμένη στην αναπαραγωγή κακεκτύπων και στην εισαγωγή κάθε αρνητικού στοιχείου ελληνική Αριστερά, θυμήθηκε το χριστιανικό της Alter Ego και δεν υιοθέτησε έστω και θεωρητικά κάποια στιγμή τις αντιλήψεις περί ελευθερίας στην επιλογή ερωτικών συντρόφων ακόμη και σε σχέση με νήπια.
Ο Ντανιέλ Κον-Μπεντίτ και η επιβεβαίωση της «υπεροχής» του
Ο ηγέτης των ταραχών στο Παρίσι του 1968, Ντανιέλ Κον-Μπεντίτ, αντιμετώπισε προ μερικών ετών κατηγορίες για σεξουαλική κακοποίηση παιδιών. Ο «Κόκκινος Ντάνι» δεν χρειάστηκε να επισκευθεί την Ταϊλάνδη. Στις αρχές της δεκαετίας του ’70 είχε δουλέψει σε έναν εναλλακτικό παιδικό σταθμό (Kinderladen: ακριβής μετάφραση θα ήταν «Παιδομάγαζο». Πρόκειται για εναλλακτικούς παιδικούς σταθμούς που πρωτολειτούργησαν το 1968 σε μεγάλες γερμανικές πόλεις, όπως το Βερολίνο, η Φρανκφούρτη και η Στουτγάρδη. Εδιοικούντο από τους ίδιους τους γονείς και αντετίθεντο στα «αυταρχικά εκπαιδευτικά πρότυπα») και σ‘ αυτήν την περίοδο της ζωής του αναφέρεται στο βιβλίο του «Το μεγάλο παζάρι» που κυκλοφόρησε το 1975, αλλά εξαντλήθηκε χωρίς να ανανεωθεί η έκδοσή του. Η δημοσίευση αποσπασμάτων του βιβλίου από το γαλλικό περιοδικό «L’Express», κατόπιν υποδείξεως της Μπετίνα Ρελ (Bettina Rohl), κόρης της γνωστής τρομοκράτη του Κόκκινου Στρατού Ουλρίκε Μάινχοφ, στις αρχές του 2001 είχε ανοίξει έναν έντονο διάλογο ενώπιον της γαλλικής κοινής γνώμης, ο οποίος όμως ποτέ δεν συνεκίνησε τους «λειτουργούς» του δημοσιογραφικού επαγγέλματος στην χώρα μας, κι έτσι χρειάστηκε να περάσουν κάποια χρονάκια για να μάθουμε για τα κατορθώματά του.
Έγραφε, λοιπόν μεταξύ άλλων ο Κον-Μπεντίτ σ’ αυτό του το βιβλίο: «Από καιρό είχα όρεξη να δουλέψω σε ένα νηπιαγωγείο. [...] Ήταν για μένα μία φανταστική εμπειρία να δουλεύω με παιδιά ηλικίας από δύο έως πέντε ετών». Ο Ντάνι ήθελε οπωσδήποτε να γίνει αποδεκτός από τα παιδιά και έκανε τα πάντα ώστε «να αποκτήσουν μία εξάρτηση απ’ αυτόν. [...] Το διαρκές φλερτ με όλα τα παιδιά πήρε σύντομα ερωτική τροπή. Μπορούσα κανονικά να νιώσω, πώς τα μικρά κοριτσάκια από την ηλικία των πέντε ετών είχαν ήδη μάθει να μου την πέφτουν. Δύσκολο να το πιστέψει κανείς. Τις περισσότερες φορές ήταν αφοπλιστικές. [...] Ήταν σαφές: Κάποια παιδιά είχαν δει αρκετές φορές του γονείς τους να πηδιούνται». Και συνεχίζει ο θείος Ντάνι: «Μου συνέβη αρκετές φορές, κάποια παιδιά να μου ανοίγουν το φερμουάρ και να αρχίζουν να με χαϊδεύουν. Ανάλογα με την περίπτωση αντιδρούσα και διαφορετικά, αλλά η επιθυμία τους με προβλημάτιζε. Τα ρωτούσα: ‘Γιατί δεν παίζετε μεταξύ σας, γιατί διαλέγετε εμένα και όχι κάποια άλλα παιδιά;’ Όμως, όταν επέμεναν, τα χάιδευα κι εγώ».
Στα τέλη Ιανουαρίου του 2001 ο φιλελεύθερος τέως Υπουργός Δικαιοσύνης και Εξωτερικών της Γερμανίας, Κλάους Κίνκελ, με μία ανοικτή επιστολή στην εφημερίδα «Berliner Zeitung» απαιτούσε από τον Κον-Μπεντίτ ένα σαφές ξεκαθάρισμα, ότι «κατά την επαφή του με τα παιδιά, δεν προέβη ποτέ σε αήθεις πράξεις». Στην απάντησή του στην ίδια εφημερίδα προς τον Κίνκελ λίγο αργότερα, ο Κον-Μπεντίτ εξηγούσε τότε, ότι εκείνη την εποχή «δεν είχε επίγνωση ότι υπήρχε πρόβλημα με αυτό», και ότι στα σχετικά εδάφια του βιβλίου του αναφέρεται «σε έναν αντικατοπτρισμό του εγώ του». Για τα γερμανικά ΜΜΕ το θέμα εθεωρήθη λήξαν. Στη Γαλλία όμως ο τηλεοπτικός σταθμός TF1 άνοιγε νέα συζήτηση: «Έχει ο Κον-Μπεντίτ ένα παιδόφιλο παρελθόν;» Ο συντηρητικός πολιτικός Φιλίπ ντε Βιλιέ αντιμετώπισε τον Κον-Μπεντίτ σε ένα τηλεοπτικό πάνελ στα τέλη Φεβρουαρίου του 2001, την ημέρα της δημοσιεύσεως των αποσπασμάτων του βιβλίου στο περιοδικό «L’Express» με νέες κατηγορίες: «Ο Κον Μπεντίτ και οι σύντροφοί του από τον Μάη του ’68 χαίρουν μίας υπερβολικής ανοχής για υπερβάσεις κάθε είδους. Αυτοί που κάποτε ούρλιαζαν ‘απαγορεύεται να απαγορεύεις’ απαιτώντας την κατάργηση όλων των Ταμπού και εν τέλει της ‘σεξουαλικής καταπίεσης’, είναι ηθικοί υπεύθυνοι για διαστροφές και καταχρήσεις που διαπιστώνουμε σήμερα».
Για μια στιγμή ο «κόκκινος Ντάνι» έχασε το χρώμα του, ύστερα όμως ανέκτησε την συνήθη μεγαλοστομία του. Υπερασπίστηκε τον εαυτό του λέγοντας ότι είναι «ανοησία» να τον κατηγορεί κανείς για ασέλγεια σε παιδιά και παρέπεμψε τους συνομιλητές του σε παιδιά που είχε υπό την επιτήρησή του και στους γονείς τους. Σχετικά με τα γραφόμενα στο «Μεγάλο Παζάρι» δέχτηκε να συζητήσει. Τα παρατιθέμενα αποσπάσματα θα του ακούγονταν πλέον «ανήκουστα και κακογραμμένα». Μίλησε για μία «αβάσταχτη ελαφρότητα». Στις κατηγορίες του Ντε Βιλιέ απάντησε ότι το μόνο που θα παραδεχόταν είναι η τάση του στο να προκαλεί. Στην απαίτηση του Ντε Βιλιέ για παραίτηση απήντησε με ένα ξερό «Γιατί;». Πεισματικά δήλωνε: «Δεν θα σας αφήσω να με φάτε».
Ενοχές και αυτοκριτική
Στις 23 Φεβρουαρίου της ιδίας χρονιάς, την ώρα που τα παραπάνω αποσπάσματα άρχιζαν να αναδημοσιεύονται και σε άλλα έντυπα η αριστερή καθημερινή εφημερίδα «Liberation» δημοσίευε μία αξιόλογη αυτοκριτική. Στα χρόνια μετά το 1968, η «Liberation» υπήρξε το σημαντικότερο φερέφωνο της «σεξουαλικής επανάστασης». Γράφει, λοιπόν, ότι «θα ντρεπόταν κανείς σήμερα για κάποια φιλο-παιδεραστικά δημοσιεύματα: Το 1981 είχε δοθεί βήμα σε έναν ανώνυμο διαφθορέα παιδιών. Χωρίς καμμία δόση μεταμέλειας ή ντροπής περιέγραφε την διαρκή κακομεταχείριση μίας πεντάχρονης. ‘Μούγκριζε όποτε ένιωθε την ηδονή’». Ο δημοσιογράφος της «Liberation» σχολίαζε τότε ότι «όποτε μιλάει για παιδιά, γυαλίζουν τα γκρίζα μάτια του από τρυφερότητα». Σήμερα, την πνευματική συνενοχή συγκεκριμένων αριστερών κύκλων στην παιδεραστεία, την χαρακτηρίζει ο συντάκτης της Liberation «τρομακτική».
Το 1977 Γάλλοι διανοούμενοι έκαναν συλλογή υπογραφών για λογαριασμό τριών κατηγορουμένων για παιδεραστεία. Οι υπογράφουσες διασημότητες, μεταξύ των οποίων ο Μπερνάρ Κουσνέρ, γάλλος πολιτικός, γιατρός και ιδρυτής των «Γιατρών χωρίς Σύνορα» και «Γιατρών του Κόσμου», ο Αντρέ Γκλούκσμαν, Γαλλοεβραίος φιλόσοφος, υποστηρικτής της ανεξαρτησίας της Τσετσενίας, αλλά και της εισβολής στο Ιράκ, και ο κατοπινός Υπουργός Πολιτισμού Ζακ Λανγκ δεν έβλεπαν «κανένα έγκλημα», καθ’ ότι τα κορίτσια «συμφωνούσαν» με τις εν λόγω πράξεις: «Όταν επιτρέπεται σε δεκατριάχρονες να παίρνουν αντισυλληπτικά, για ποιον λόγο αλήθεια γίνεται αυτό;» Και οι Ζαν-Πωλ Σαρτρ, Μισέλ Φουκώ, Ρολάν Μπαρτ, Σιμόν ντε Μποβουάρ και Ζακ Ντεριντά λίγο μετά, με μία διακήρυξη κατά του νόμου για την κακομεταχείριση ανηλίκων ορθώνουν μέτωπο υπεράσπισης των παιδεραστών. Το «δικαίωμα του παιδιού και του ενήλικα, να διατηρούν σχέσεις με άτομα της επιλογής τους» θα έπρεπε να αναγνωρισθεί. Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’80 οι Πράσινοι της Γερμανίας απενοχοποιούσαν την σεξουαλική επαφή με παιδιά με το πρόσχημα ότι κάτι τέτοιο αποτελεί ινδιάνικο πρότυπο.
Πλέον η «Liberation» βρίσκει άλλοθι στην «μαζικά κεκτημένη ταχύτητα της εποχής». Ήταν ένας γενικός πυρετός. «Το να το κάνεις με ένα παιδί; Μία ελευθερία όπως όλες οι άλλες» έλεγαν τότε. Ως γκουρού της «σεξουαλικής επανάστασης» λειτουργούσε ο μαρξιστής ψυχαναλυτής Βίλχελμ Ράιχ. Σύμφωνα με την θεωρία του, από την καταπιεσμένη σεξουαλικότητα προκύπτει ένας «αυταρχικός χαρακτήρας», ο οποίος είναι η αιτία της καταπίεσης της ανθρωπότητας. Ένα μέτρο αντιμετώπισης θα ήταν μία χωρίς όρια ελευθεριότητα και εναλλαγή σε σεξουαλικούς συντρόφους. «Όποιος πάει δύο φορές με το ίδιο άτομο ανήκει ήδη στο κατεστημένο» ήταν τότε το σύνθημα.
Στην πράξη, όπως λέει και ο Ντε Βιλιέ, οι καταλυτικά ελευθέριες και ανατρεπτικές ιδέες του 1968 «διέστρεψαν την συνείδηση» και με τον τρόπο αυτό παρέδωσαν στους παιδοφίλους - αν και αυτοί προϋπήρχαν από πολύ πριν - ένα άλλοθι. Καιρός είναι λοιπόν να διαρρήξουμε το πέπλο του ευφημισμού και της απενοχοποίησης και να αφαιρέσουμε τα πιστοποιητικά αγιότητος που αβασάνιστα χαρίσαμε στην Αριστερά όλα αυτά τα χρόνια.
Διαβάστε
1) Junge Freiheit: γερμανική εβδομαδιαία εφημερίδα.
2) L’ Express: γαλλικο περιοδικό.
3) Schweizerzeit: ελβετική εφημερίδα.
4) Der Spiegel: γερμανικό εβδομαδιαίο περιοδικό.
5) Berliner Zeitung: Καθημερινή εφημερίδα του Βερολίνου.
6) Liberation: Καθημερινή γαλλική εφημερίδα - σύμβολο της γαλλικής Αριστεράς.
7) Daniel Cohn-Bendit: Η προσωπική ιστοσελίδα του Ντανιέλ Κον-Μπεντίτ
Το πολυκατοπτριζόμενο «εγώ» του Κόκκινου Ντάνι
Ο Ντανιέλ Κον-Μπεντίτ γεννήθηκε στη Γαλλία το 1944 από Γερμανοεβραίο πατέρα και Γαλλοεβραία μητέρα. Ηγήθηκε του κινήματος του Μαΐου του ’68, όπου ανεπιτυχώς επεχείρησε να οδηγήσει ολόκληρη τη Γαλλία σε εμφύλιο πόλεμο, ενώ το 1976 ίδρυσε το περιοδικό Pflasterstrand. Ο αυτοαποκαλούμενος, αν και απωλέσας την γαλλική υπηκοότητα, διεθνής μπάσταρδος, το 1984 ενετάχθη στους Πρασίνους, των οποίων χρημάτισε δημοτικός σύμβουλος Φρανκφούρτης για θέματα πολυπολιτισμικότητος (τιμητική θέση) από το 1989 ως το 1997. Το 1994 εξελέγη Ευρωβουλευτής με τους Πρασίνους της Γερμανίας και το 1999 με τους Πρασίνους της Γαλλίας, έδρα που καταλαμβάνει μέχρι και σήμερα.
Από αυτό το πόστο την άνοιξη του 1999 απετέλεσε τον πιο φανατικό υποστηρικτή της συμμετοχής της Ε.Ε. στον βομβαρδισμό της Σερβίας από το ΝΑΤΟ. Πρόσφατα πρωταγωνίστησε ως υποστηρικτής της παραμονής των Γερμανικών στρατευμάτων στο Αφγανιστάν, ενώ συμμετείχε στο παρελθόν και στην απόφαση κατασκευής του Eurofighter. Το κόμμα που τον ανέδειξε, οι Πράσινοι, ανακοίνωσαν προ ενός μηνός ότι δεν θα είναι υποψήφιός τους στις Ευρωεκλογές του 2010, πιθανότατα λόγω της φιλοπόλεμης στάσεώς του, αλλά και της στενής του σχέσεως με άλλον έναν «συνεπή» φιλειρηνιστή αριστερό, τον Γιόσκα Φίσερ.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο τεύχος 6 (Νοέμβριος 2007) του μηνιαίου περιοδικού Patria.
 

Gatestone Institute :: Articles

Popular Posts